Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μάχαιρα
μαχαιρίδιον
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
μαχαιροφόρος
Μαχάων
μαχετέος
μαχήμων
μάχη
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
μαχιμώδης
μαχλάς
μάχλος
μαχλοσύνη
View word page
μαχετέος
μαχετέος μαχετέος, ον verb. adj. of μάχομαι, one must fight, Arist.

ShortDef

one must fight

Debugging

Headword:
μαχετέος
Headword (normalized):
μαχετέος
Headword (normalized/stripped):
μαχετεος
IDX:
20374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20395
Key:
maxete/os

Data

{'content': 'μαχετέος\n μαχετέος, ον\n verb. adj. of μάχομαι,\n one must fight, Arist.', 'key': 'maxete/os'}