Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μαυσώλειον
Μαύσωλος
μάχαιρα
μαχαιρίδιον
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
μαχαιροφόρος
Μαχάων
μαχετέος
μαχήμων
μάχη
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
μαχιμώδης
μαχλάς
View word page
μαχαιροφόρος
μαχαιροφόρος μᾰχαιρο-φόρος, ον φέρω wearing a sabre, Hdt., Aesch., etc.

ShortDef

wearing a sabre

Debugging

Headword:
μαχαιροφόρος
Headword (normalized):
μαχαιροφόρος
Headword (normalized/stripped):
μαχαιροφορος
IDX:
20372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20393
Key:
maxairofo/ros

Data

{'content': 'μαχαιροφόρος\n μᾰχαιρο-φόρος, ον\n φέρω\n wearing a sabre, Hdt., Aesch., etc.', 'key': 'maxairofo/ros'}