Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαυρόω
Μαυσώλειον
Μαύσωλος
μάχαιρα
μαχαιρίδιον
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
μαχαιροφόρος
Μαχάων
μαχετέος
μαχήμων
μάχη
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
μαχιμώδης
View word page
μαχαιροπώλιον
μαχαιροπώλιον from μαχαιροπώλης a cutlerʼs shop, Plut.

ShortDef

a cutler's shop

Debugging

Headword:
μαχαιροπώλιον
Headword (normalized):
μαχαιροπώλιον
Headword (normalized/stripped):
μαχαιροπωλιον
IDX:
20371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20392
Key:
maxairopw/lion

Data

{'content': 'μαχαιροπώλιον\n from μαχαιροπώλης\n a cutlerʼs shop, Plut.', 'key': 'maxairopw/lion'}