Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ματτύη
μαυρόω
Μαυσώλειον
Μαύσωλος
μάχαιρα
μαχαιρίδιον
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
μαχαιροφόρος
Μαχάων
μαχετέος
μαχήμων
μάχη
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
View word page
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλης μᾰχαιρο-πώλης, ου, ὁ, a cutler.
ShortDef
a cutler
Debugging
Headword:
μαχαιροπώλης
Headword (normalized):
μαχαιροπώλης
Headword (normalized/stripped):
μαχαιροπωλης
IDX:
20370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20391
Key:
maxairopw/lhs
Data
{'content': 'μαχαιροπώλης\n μᾰχαιρο-πώλης, ου, ὁ,\n a cutler.', 'key': 'maxairopw/lhs'}