Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ματιολοιχός
ματτύη
μαυρόω
Μαυσώλειον
Μαύσωλος
μάχαιρα
μαχαιρίδιον
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
μαχαιροφόρος
Μαχάων
μαχετέος
μαχήμων
μάχη
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
View word page
μαχαιροποιός
μαχαιροποιός μᾰχαιρο-ποιός, όν ποιέω a cutler, Ar., Dem.
ShortDef
a cutler
Debugging
Headword:
μαχαιροποιός
Headword (normalized):
μαχαιροποιός
Headword (normalized/stripped):
μαχαιροποιος
IDX:
20369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20390
Key:
maxairopoio/s
Data
{'content': 'μαχαιροποιός\n μᾰχαιρο-ποιός, όν\n ποιέω\n a cutler, Ar., Dem.', 'key': 'maxairopoio/s'}