Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ματία
ματιολοιχός
ματτύη
μαυρόω
Μαυσώλειον
Μαύσωλος
μάχαιρα
μαχαιρίδιον
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
μαχαιροφόρος
Μαχάων
μαχετέος
μαχήμων
μάχη
μαχητής
μαχητικός
View word page
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιεῖον μᾰχαιρο-ποιεῖον, ου, τό, a cutlerʼs factory, Dem. from μᾰχαιροποιός
ShortDef
a cutler's factory
Debugging
Headword:
μαχαιροποιεῖον
Headword (normalized):
μαχαιροποιεῖον
Headword (normalized/stripped):
μαχαιροποιειον
IDX:
20368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20389
Key:
maxairopoiei=on
Data
{'content': 'μαχαιροποιεῖον\n μᾰχαιρο-ποιεῖον, ου, τό,\n a cutlerʼs factory, Dem.\n from μᾰχαιροποιός', 'key': 'maxairopoiei=on'}