Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μάτην
μάτη
ματία
ματιολοιχός
ματτύη
μαυρόω
Μαυσώλειον
Μαύσωλος
μάχαιρα
μαχαιρίδιον
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
μαχαιροφόρος
Μαχάων
μαχετέος
μαχήμων
μάχη
View word page
μαχαίριον
μαχαίριον μᾰχαίριον, ου, τό, Dim. of μάχαιρα, Xen.

ShortDef

small knife

Debugging

Headword:
μαχαίριον
Headword (normalized):
μαχαίριον
Headword (normalized/stripped):
μαχαιριον
IDX:
20366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20387
Key:
maxai/rion

Data

{'content': 'μαχαίριον\n μᾰχαίριον, ου, τό,\n Dim. of μάχαιρα, Xen.', 'key': 'maxai/rion'}