Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
μάταιος
ματάω
ματεύω
ματέω
μάτην
μάτη
ματία
ματιολοιχός
ματτύη
μαυρόω
Μαυσώλειον
Μαύσωλος
μάχαιρα
μαχαιρίδιον
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
View word page
ματτύη
ματτύη ματτύη, ἡ, a dainty dish, Menand.: v. ματιολοιχός.
ShortDef
a dainty dish
Debugging
Headword:
ματτύη
Headword (normalized):
ματτύη
Headword (normalized/stripped):
ματτυη
IDX:
20360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20381
Key:
mattu/h
Data
{'content': 'ματτύη\n ματτύη, ἡ,\n a dainty dish, Menand.: v. ματιολοιχός.', 'key': 'mattu/h'}