Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ματαιολογέω
ματαιολόγος
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
μάταιος
ματάω
ματεύω
ματέω
μάτην
μάτη
ματία
ματιολοιχός
ματτύη
μαυρόω
Μαυσώλειον
Μαύσωλος
μάχαιρα
μαχαιρίδιον
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιροποιεῖον
View word page
ματία
ματία μᾰτία, ἡ, μάτη a vain attempt, Od.
ShortDef
a vain attempt
Debugging
Headword:
ματία
Headword (normalized):
ματία
Headword (normalized/stripped):
ματια
IDX:
20358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20379
Key:
mati/a
Data
{'content': 'ματία\n μᾰτία, ἡ,\n μάτη\n a vain attempt, Od.', 'key': 'mati/a'}