Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ματᾴζω
ματαιολογέω
ματαιολόγος
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
μάταιος
ματάω
ματεύω
ματέω
μάτην
μάτη
ματία
ματιολοιχός
ματτύη
μαυρόω
Μαυσώλειον
Μαύσωλος
μάχαιρα
μαχαιρίδιον
μαχαίριον
μαχαιρίς
View word page
μάτη
μάτη .μάτη (ᾰ), ἡ, = ματία, a folly, a fault, Aesch.

ShortDef

a folly, a fault

Debugging

Headword:
μάτη
Headword (normalized):
μάτη
Headword (normalized/stripped):
ματη
IDX:
20357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20378
Key:
ma/th

Data

{'content': 'μάτη\n .μάτη (ᾰ), ἡ,\n = ματία,\n a folly, a fault, Aesch.', 'key': 'ma/th'}