Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μασχαλίζω
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιολογέω
ματαιολόγος
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
μάταιος
ματάω
ματεύω
ματέω
μάτην
μάτη
ματία
ματιολοιχός
ματτύη
μαυρόω
Μαυσώλειον
Μαύσωλος
μάχαιρα
μαχαιρίδιον
View word page
ματέω
ματέω μᾰτέω, rarer form for ματεύω, Theocr.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ματέω
Headword (normalized):
ματέω
Headword (normalized/stripped):
ματεω
IDX:
20355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20376
Key:
mate/w
Data
{'content': 'ματέω\n μᾰτέω,\n rarer form for ματεύω, Theocr.', 'key': 'mate/w'}