Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαστροπεύω
μαστροπός
μασχάλη
μασχαλίζω
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιολογέω
ματαιολόγος
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
μάταιος
ματάω
ματεύω
ματέω
μάτην
μάτη
ματία
ματιολοιχός
ματτύη
μαυρόω
Μαυσώλειον
View word page
μάταιος
μάταιος μάταιος, α, ον μάτη vain, empty, idle, trifling, frivolous, Theogn., Hdt., Attic thoughtless, rash, irreverent, profane, impious, Aesch.; τὸ μὴ μάταιον seriousness, gravity, Aesch. adv. -ως, idly, without ground, Soph.

ShortDef

vain, empty, idle, trifling, frivolous

Debugging

Headword:
μάταιος
Headword (normalized):
μάταιος
Headword (normalized/stripped):
ματαιος
IDX:
20352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20373
Key:
ma/taios

Data

{'content': 'μάταιος\n μάταιος, α, ον\n μάτη\n vain, empty, idle, trifling, frivolous, Theogn., Hdt., Attic\n thoughtless, rash, irreverent, profane, impious, Aesch.; τὸ μὴ μάταιον seriousness, gravity, Aesch.\n adv. -ως, idly, without ground, Soph.', 'key': 'ma/taios'}