Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπός
μασχάλη
μασχαλίζω
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιολογέω
ματαιολόγος
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
μάταιος
ματάω
ματεύω
ματέω
μάτην
μάτη
ματία
ματιολοιχός
ματτύη
μαυρόω
View word page
ματαιοπόνος
ματαιοπόνος μᾰταιο-πόνος, ον labouring in vain, Philo.
ShortDef
labouring in vain
Debugging
Headword:
ματαιοπόνος
Headword (normalized):
ματαιοπόνος
Headword (normalized/stripped):
ματαιοπονος
IDX:
20351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20372
Key:
mataiopo/nos
Data
{'content': 'ματαιοπόνος\n μᾰταιο-πόνος, ον\n labouring in vain, Philo.', 'key': 'mataiopo/nos'}