ματαιοπονία
ματαιοπονία
μᾰταιοπονία, ἡ,
labour in vain, Strab., Luc.
from μᾰταιοπόνος
{
"content": "ματαιοπονία\n μᾰταιοπονία, ἡ,\n labour in vain, Strab., Luc.\n from μᾰταιοπόνος",
"key": "mataioponi/a"
}