Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστόδετον
μαστός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπός
μασχάλη
μασχαλίζω
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιολογέω
ματαιολόγος
ματαιοπονία
ματαιοπόνος
μάταιος
View word page
μαστροπεύω
μαστροπεύω μαστροπεύω, fut. -σω to play the pandar, Xen.; μ. τινὰ πρὸς τὴν πόλιν to seduce one into public life, Xen. from μαστροπός
ShortDef
to play the pimp
Debugging
Headword:
μαστροπεύω
Headword (normalized):
μαστροπεύω
Headword (normalized/stripped):
μαστροπευω
IDX:
20342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20363
Key:
mastropeu/w
Data
{'content': 'μαστροπεύω\n μαστροπεύω,\n fut. -σω\n to play the pandar, Xen.; μ. τινὰ πρὸς τὴν πόλιν to seduce one into public life, Xen.\n from μαστροπός', 'key': 'mastropeu/w'}