Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστόδετον
μαστός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπός
μασχάλη
μασχαλίζω
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιολογέω
ματαιολόγος
ματαιοπονία
View word page
μαστός
μαστός μαστός, οῦ, ὁ, one of the breasts, δεξιτερὸν παρὰ μαζόν Il.; βάλε στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο struck his chest above the breast, Il.; βάλε στῆθος παρὰ μαζόν Il. esp. a womanʼs breast, μαζὸν ἀνέσχε, of Hecuba mourning over Hector, Il.; παῒς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ Od.; προσέσχε μαστόν, of the mother, Aesch.; of animals, the udder, Eur. metaph. a round hill, knoll (French mamelon), Pind., Xen. a piece of wool fastened to the edge of nets, Xen.

ShortDef

one of the breasts

Debugging

Headword:
μαστός
Headword (normalized):
μαστός
Headword (normalized/stripped):
μαστος
IDX:
20340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20361
Key:
masto/s

Data

{'content': 'μαστός\n μαστός, οῦ, ὁ,\n one of the breasts, δεξιτερὸν παρὰ μαζόν Il.; βάλε στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο struck his chest above the breast, Il.; βάλε στῆθος παρὰ μαζόν Il.\n esp. a womanʼs breast, μαζὸν ἀνέσχε, of Hecuba mourning over Hector, Il.; παῒς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ Od.; προσέσχε μαστόν, of the mother, Aesch.; of animals, the udder, Eur.\n metaph. a round hill, knoll (French mamelon), Pind., Xen.\n a piece of wool fastened to the edge of nets, Xen.', 'key': 'masto/s'}