Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστόδετον
μαστός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπός
μασχάλη
μασχαλίζω
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιολογέω
ματαιολόγος
View word page
μαστόδετον
μαστόδετον μαστό-δετον, ου, τό, δέω a breast-band, Anth.

ShortDef

a breast-band

Debugging

Headword:
μαστόδετον
Headword (normalized):
μαστόδετον
Headword (normalized/stripped):
μαστοδετον
IDX:
20339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20360
Key:
masto/deton

Data

{'content': 'μαστόδετον\n μαστό-δετον, ου, τό,\n δέω\n a breast-band, Anth.', 'key': 'masto/deton'}