Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαστεύω
μαστήρ
μαστιάω
μαστιγίας
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστόδετον
μαστός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπός
μασχάλη
μασχαλίζω
View word page
μάστιξ
μάστιξ μάστιξ, ῑγος, from same Root as ἱμάς, μάσθλης a whip, scourge, Hom., Hdt., etc.; ἵππου μ. a horsewhip, Hdt.; ὑπὸ μαστίγων βαίνειν to advance under the lash, of soldiers flogged on, Hdt.; so, τοξεύειν ὑπὸ μ. Xen. metaph. a scourge, plague, Il., Aesch.; διπλῇ μ., τὴν Ἄρης φιλεῖ, i. e. fire and sword, Aesch.; μ. Θεοῦ of sickness, NTest.

ShortDef

a whip, scourge

Debugging

Headword:
μάστιξ
Headword (normalized):
μάστιξ
Headword (normalized/stripped):
μαστιξ
IDX:
20335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20356
Key:
ma/stic

Data

{'content': 'μάστιξ\n μάστιξ, ῑγος,\n from same Root as ἱμάς, μάσθλης\n a whip, scourge, Hom., Hdt., etc.; ἵππου μ. a horsewhip, Hdt.; ὑπὸ μαστίγων βαίνειν to advance under the lash, of soldiers flogged on, Hdt.; so, τοξεύειν ὑπὸ μ. Xen.\n metaph. a scourge, plague, Il., Aesch.; διπλῇ μ., τὴν Ἄρης φιλεῖ, i. e. fire and sword, Aesch.; μ. Θεοῦ of sickness, NTest.', 'key': 'ma/stic'}