Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστιάω
μαστιγίας
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστόδετον
μαστός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπός
μασχάλη
View word page
μαστίκτωρ
μαστίκτωρ from μαστίζω μαστίκτωρ, ορος, ὁ, a scourger, Aesch.
ShortDef
a scourger
Debugging
Headword:
μαστίκτωρ
Headword (normalized):
μαστίκτωρ
Headword (normalized/stripped):
μαστικτωρ
IDX:
20334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20355
Key:
masti/ktwr
Data
{'content': 'μαστίκτωρ\n from μαστίζω\n μαστίκτωρ, ορος, ὁ,\n a scourger, Aesch.', 'key': 'masti/ktwr'}