Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μασταρύζω
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστιάω
μαστιγίας
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστόδετον
μαστός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπός
View word page
μαστίζω
μαστίζω μαστίζω, μάστιξ to whip, flog, Il., Theocr.: c. inf., μάστιξεν δʼ ἐλάαν (v. ἐλαύνω I. 2), Hom.

ShortDef

to whip, flog

Debugging

Headword:
μαστίζω
Headword (normalized):
μαστίζω
Headword (normalized/stripped):
μαστιζω
IDX:
20333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20354
Key:
masti/zw

Data

{'content': 'μαστίζω\n μαστίζω,\n μάστιξ\n to whip, flog, Il., Theocr.: c. inf., μάστιξεν δʼ ἐλάαν (v. ἐλαύνω I. 2), Hom.', 'key': 'masti/zw'}