Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μάσταξ
μασταρύζω
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστιάω
μαστιγίας
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστόδετον
μαστός
μαστροπεία
μαστροπεύω
View word page
μαστιγωτέος
μαστιγωτέος μαστῑγωτέος, α, ον verb. adj. of μαστιγόω deserving a whipping, Ar.
ShortDef
deserving a whipping
Debugging
Headword:
μαστιγωτέος
Headword (normalized):
μαστιγωτέος
Headword (normalized/stripped):
μαστιγωτεος
IDX:
20332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20353
Key:
mastigwte/os
Data
{'content': 'μαστιγωτέος\n μαστῑγωτέος, α, ον\n verb. adj. of μαστιγόω\n deserving a whipping, Ar.', 'key': 'mastigwte/os'}