Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μάσσω
μάσταξ
μασταρύζω
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστιάω
μαστιγίας
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστόδετον
μαστός
μαστροπεία
View word page
μαστιγώσιμος
μαστιγώσιμος μαστῑγώσῐμος, ον that deserves whipping, Luc.
ShortDef
that deserves whipping
Debugging
Headword:
μαστιγώσιμος
Headword (normalized):
μαστιγώσιμος
Headword (normalized/stripped):
μαστιγωσιμος
IDX:
20331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20352
Key:
mastigw/simos
Data
{'content': 'μαστιγώσιμος\n μαστῑγώσῐμος, ον\n that deserves whipping, Luc.', 'key': 'mastigw/simos'}