Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μάσσων
μάσσω
μάσταξ
μασταρύζω
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστιάω
μαστιγίας
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστόδετον
μαστός
View word page
μαστιγόω
μαστιγόω Mid. fut. μαστιγώσομαι in Pass. sense to whip, flog, Hdt., Plat.
ShortDef
to whip, flog
Debugging
Headword:
μαστιγόω
Headword (normalized):
μαστιγόω
Headword (normalized/stripped):
μαστιγοω
IDX:
20330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20351
Key:
mastigo/w
Data
{'content': 'μαστιγόω\n Mid. fut. μαστιγώσομαι in Pass. sense\n to whip, flog, Hdt., Plat.', 'key': 'mastigo/w'}