Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Μασσαλία
μάσσων
μάσσω
μάσταξ
μασταρύζω
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστιάω
μαστιγίας
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μάστις
μαστιχάω
μαστίω
μαστόδετον
View word page
μαστιγοφόρος
μαστιγοφόρος μαστῑγο-φόρος, ὁ, φέρω a scourge-bearer, a sort of policeman, Thuc.
ShortDef
carrying a whip
Debugging
Headword:
μαστιγοφόρος
Headword (normalized):
μαστιγοφόρος
Headword (normalized/stripped):
μαστιγοφορος
IDX:
20329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20350
Key:
mastigofo/ros
Data
{'content': 'μαστιγοφόρος\n μαστῑγο-φόρος, ὁ,\n φέρω\n a scourge-bearer, a sort of policeman, Thuc.', 'key': 'mastigofo/ros'}