Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμφίπληκτος
ἀμφιπλήξ
ἀμφιπολεύω
ἀμφιπολέω
ἀμφίπολις
ἀμφίπολος
ἀμφιπονέομαι
ἀμφιποτάομαι
ἀμφιπρόσωπος
ἀμφιπτυχή
ἀμφίπυλος
ἀμφίπυρος
ἀμφίρυτος
ἀμφισαλεύομαι
ἀμφίσβαινα
ἀμφισβητέω
ἀμφισβήτημα
ἀμφισβητήσιμος
ἀμφισβήτησις
ἀμφισβήτητος
ἀμφίς
View word page
ἀμφίπυλος
ἀμφίπυλος πύλη with two entrances, Eur.

ShortDef

with two entrances

Debugging

Headword:
ἀμφίπυλος
Headword (normalized):
ἀμφίπυλος
Headword (normalized/stripped):
αμφιπυλος
IDX:
2035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2035
Key:
a)mfi/pulos

Data

{'content': 'ἀμφίπυλος\n πύλη\n with two entrances, Eur.', 'key': 'a)mfi/pulos'}