Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μασάομαι
μάσθλης
μασθός
Μασσαλία
μάσσων
μάσσω
μάσταξ
μασταρύζω
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστιάω
μαστιγίας
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μάστις
View word page
μαστήρ
μαστήρ *μάω a seeker, searcher, one who looks for, τινος Soph., Eur.
ShortDef
a seeker, searcher, one who looks for
Debugging
Headword:
μαστήρ
Headword (normalized):
μαστήρ
Headword (normalized/stripped):
μαστηρ
IDX:
20326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20347
Key:
masth/r
Data
{'content': 'μαστήρ\n *μάω\n a seeker, searcher, one who looks for, τινος Soph., Eur.', 'key': 'masth/r'}