Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μάρτυρος
μάρτυς
μασάομαι
μάσθλης
μασθός
Μασσαλία
μάσσων
μάσσω
μάσταξ
μασταρύζω
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστιάω
μαστιγίας
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
View word page
μαστευτής
μαστευτής μαστευτής, οῦ, = μαστήρ, Xen. from μαστεύω

ShortDef

seeker, searcher

Debugging

Headword:
μαστευτής
Headword (normalized):
μαστευτής
Headword (normalized/stripped):
μαστευτης
IDX:
20324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20345
Key:
masteuth/s

Data

{'content': 'μαστευτής\n μαστευτής, οῦ,\n = μαστήρ, Xen.\n from μαστεύω', 'key': 'masteuth/s'}