Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαρτύρομαι
μάρτυρος
μάρτυς
μασάομαι
μάσθλης
μασθός
Μασσαλία
μάσσων
μάσσω
μάσταξ
μασταρύζω
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστιάω
μαστιγίας
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστιγωτέος
μαστίζω
View word page
μασταρύζω
μασταρύζω μαστᾰρύζω, only in pres., to mumble, of an old man, Ar. Formed from the sound.
ShortDef
to mumble
Debugging
Headword:
μασταρύζω
Headword (normalized):
μασταρύζω
Headword (normalized/stripped):
μασταρυζω
IDX:
20323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20344
Key:
mastaru/zw
Data
{'content': 'μασταρύζω\n μαστᾰρύζω,\n only in pres., to mumble, of an old man, Ar.\n Formed from the sound.', 'key': 'mastaru/zw'}