Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαρτυρία
μαρτύριον
μαρτύρομαι
μάρτυρος
μάρτυς
μασάομαι
μάσθλης
μασθός
Μασσαλία
μάσσων
μάσσω
μάσταξ
μασταρύζω
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστιάω
μαστιγίας
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
View word page
μάσσω
μάσσω from !μαγ, for μάγσω to handle, touch, in Mid., Anth.: cf. ἐπιμαίομαι. to work with the hands, to knead dough, Lat. pinso, Ar.; also in Mid., Hdt., Ar.; metaph., μάττειν ἐπινοίας Ar.:—Pass., μᾶζα ὑπʼ ἐμοῦ μεμαγμένη Ar.; σῖτος μεμαγμένος dough ready kneaded, Thuc.

ShortDef

to knead

Debugging

Headword:
μάσσω
Headword (normalized):
μάσσω
Headword (normalized/stripped):
μασσω
IDX:
20321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20342
Key:
ma/ssw

Data

{'content': 'μάσσω\n from !μαγ, for μάγσω\n to handle, touch, in Mid., Anth.: cf. ἐπιμαίομαι.\n to work with the hands, to knead dough, Lat. pinso, Ar.; also in Mid., Hdt., Ar.; metaph., μάττειν ἐπινοίας Ar.:—Pass., μᾶζα ὑπʼ ἐμοῦ μεμαγμένη Ar.; σῖτος μεμαγμένος dough ready kneaded, Thuc.', 'key': 'ma/ssw'}