Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαρτυρέω
μαρτύρημα
μαρτυρία
μαρτύριον
μαρτύρομαι
μάρτυρος
μάρτυς
μασάομαι
μάσθλης
μασθός
Μασσαλία
μάσσων
μάσσω
μάσταξ
μασταρύζω
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστιάω
μαστιγίας
μαστιγοφόρος
View word page
Μασσαλία
Μασσαλία Μασσαλία, ἡ, Lat. Massilia, Marseilles, Thuc., etc.: the Marseillais were Μασσαλιῶται, or -ῆται, ῶν, οἱ, Dem., etc.

ShortDef

Massalia, Marseilles

Debugging

Headword:
Μασσαλία
Headword (normalized):
μασσαλία
Headword (normalized/stripped):
μασσαλια
IDX:
20319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20340
Key:
*massali/a

Data

{'content': 'Μασσαλία\n Μασσαλία, ἡ,\n Lat. Massilia, Marseilles, Thuc., etc.: the Marseillais were Μασσαλιῶται, or -ῆται, ῶν, οἱ, Dem., etc.', 'key': '*massali/a'}