Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμφίπλεκτος
ἀμφίπληκτος
ἀμφιπλήξ
ἀμφιπολεύω
ἀμφιπολέω
ἀμφίπολις
ἀμφίπολος
ἀμφιπονέομαι
ἀμφιποτάομαι
ἀμφιπρόσωπος
ἀμφιπτυχή
ἀμφίπυλος
ἀμφίπυρος
ἀμφίρυτος
ἀμφισαλεύομαι
ἀμφίσβαινα
ἀμφισβητέω
ἀμφισβήτημα
ἀμφισβητήσιμος
ἀμφισβήτησις
ἀμφισβήτητος
View word page
ἀμφιπτυχή
ἀμφιπτυχή a folding round, embrace, Eur.

ShortDef

a folding round, embrace

Debugging

Headword:
ἀμφιπτυχή
Headword (normalized):
ἀμφιπτυχή
Headword (normalized/stripped):
αμφιπτυχη
IDX:
2034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2034
Key:
a)mfiptuxh/

Data

{'content': 'ἀμφιπτυχή\n a folding round, embrace, Eur.', 'key': 'a)mfiptuxh/'}