Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μάρτιος
μαρτυρέω
μαρτύρημα
μαρτυρία
μαρτύριον
μαρτύρομαι
μάρτυρος
μάρτυς
μασάομαι
μάσθλης
μασθός
Μασσαλία
μάσσων
μάσσω
μάσταξ
μασταρύζω
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστιάω
μαστιγίας
View word page
μασθός
μασθός late form of μαστός.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μασθός
Headword (normalized):
μασθός
Headword (normalized/stripped):
μασθος
IDX:
20318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20339
Key:
masqo/s

Data

{'content': 'μασθός\n late form of μαστός.', 'key': 'masqo/s'}