Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μάρναμαι
μάρπτω
μάρσιππος
Μάρτιος
μαρτυρέω
μαρτύρημα
μαρτυρία
μαρτύριον
μαρτύρομαι
μάρτυρος
μάρτυς
μασάομαι
μάσθλης
μασθός
Μασσαλία
μάσσων
μάσσω
μάσταξ
μασταρύζω
μαστευτής
μαστεύω
View word page
μάρτυς
μάρτυς a witness, Hes., Theogn.; μάρτυρα θέσθαι τινά Eur.; μ. θεοὺς ποιεῖσθαι Thuc.; μάρτυρι χρῆσθαί τινι Arist.; μάρτυρας παρέχεσθαι to produce witnesses, Plat., etc.; so, μ. παριστάναι Xen.

ShortDef

a witness

Debugging

Headword:
μάρτυς
Headword (normalized):
μάρτυς
Headword (normalized/stripped):
μαρτυς
IDX:
20315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20336
Key:
ma/rtus

Data

{'content': 'μάρτυς\n a witness, Hes., Theogn.; μάρτυρα θέσθαι τινά Eur.; μ. θεοὺς ποιεῖσθαι Thuc.; μάρτυρι χρῆσθαί τινι Arist.; μάρτυρας παρέχεσθαι to produce witnesses, Plat., etc.; so, μ. παριστάναι Xen.', 'key': 'ma/rtus'}