μάρτυς
μάρτυς
a witness, Hes., Theogn.; μάρτυρα θέσθαι τινά Eur.; μ. θεοὺς ποιεῖσθαι Thuc.; μάρτυρι χρῆσθαί τινι Arist.; μάρτυρας παρέχεσθαι to produce witnesses, Plat., etc.; so, μ. παριστάναι Xen.
{
"content": "μάρτυς\n a witness, Hes., Theogn.; μάρτυρα θέσθαι τινά Eur.; μ. θεοὺς ποιεῖσθαι Thuc.; μάρτυρι χρῆσθαί τινι Arist.; μάρτυρας παρέχεσθαι to produce witnesses, Plat., etc.; so, μ. παριστάναι Xen.",
"key": "ma/rtus"
}