Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαρμαίρω
μαρμάρεος
μαρμάρινος
μαρμαρογλυφία
μαρμαρόεις
μάρμαρος
μαρμαρυγή
μαρμαρωπός
μάρναμαι
μάρπτω
μάρσιππος
Μάρτιος
μαρτυρέω
μαρτύρημα
μαρτυρία
μαρτύριον
μαρτύρομαι
μάρτυρος
μάρτυς
μασάομαι
μάσθλης
View word page
μάρσιππος
μάρσιππος , ὁ, a bag, pouch, Lat. marsupium, Xen.
ShortDef
bag, pouch
Debugging
Headword:
μάρσιππος
Headword (normalized):
μάρσιππος
Headword (normalized/stripped):
μαρσιππος
IDX:
20307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20328
Key:
ma/rsipos
Data
{'content': 'μάρσιππος\n , ὁ,\n a bag, pouch, Lat. marsupium, Xen.', 'key': 'ma/rsipos'}