Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαριλοπότης
μαρμαίρω
μαρμάρεος
μαρμάρινος
μαρμαρογλυφία
μαρμαρόεις
μάρμαρος
μαρμαρυγή
μαρμαρωπός
μάρναμαι
μάρπτω
μάρσιππος
Μάρτιος
μαρτυρέω
μαρτύρημα
μαρτυρία
μαρτύριον
μαρτύρομαι
μάρτυρος
μάρτυς
μασάομαι
View word page
μάρπτω
μάρπτω to catch, lay hold of, seize, τινά Hom., etc.: c. gen. partis, μ. τινὰ ποδός to catch one by the foot, Soph., Il.; ποσὶ μ. τινά to overtake, catch a fugitive, Il.: but, χθόνα μάρπτε ποδοῖιν reached ground with his feet, Il.: metaph., τὸν ὕπνος ἔμαρψε him sleep overtook, Il.; γῆρας ἔμαρψε old age got hold of him, Od.; εἴ σε μάρψει ψῆφος if the votes shall convict thee, Aesch.; ἄσκοποι πλάκες ἔμαρψαν the unseen land engulphed him, Soph.

ShortDef

to catch, lay hold of, seize

Debugging

Headword:
μάρπτω
Headword (normalized):
μάρπτω
Headword (normalized/stripped):
μαρπτω
IDX:
20306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20327
Key:
ma/rptw

Data

{'content': 'μάρπτω\n to catch, lay hold of, seize, τινά Hom., etc.: c. gen. partis, μ. τινὰ ποδός to catch one by the foot, Soph., Il.; ποσὶ μ. τινά to overtake, catch a fugitive, Il.: but, χθόνα μάρπτε ποδοῖιν reached ground with his feet, Il.: metaph., τὸν ὕπνος ἔμαρψε him sleep overtook, Il.; γῆρας ἔμαρψε old age got hold of him, Od.; εἴ σε μάρψει ψῆφος if the votes shall convict thee, Aesch.; ἄσκοποι πλάκες ἔμαρψαν the unseen land engulphed him, Soph.', 'key': 'ma/rptw'}