Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Μαριλάδης
μαρίλη
μαριλοπότης
μαρμαίρω
μαρμάρεος
μαρμάρινος
μαρμαρογλυφία
μαρμαρόεις
μάρμαρος
μαρμαρυγή
μαρμαρωπός
μάρναμαι
μάρπτω
μάρσιππος
Μάρτιος
μαρτυρέω
μαρτύρημα
μαρτυρία
μαρτύριον
μαρτύρομαι
μάρτυρος
View word page
μαρμαρωπός
μαρμαρωπός μαρμᾰρ-ωπός, όν ὤψ with sparkling eyes, Eur.
ShortDef
with sparkling eyes
Debugging
Headword:
μαρμαρωπός
Headword (normalized):
μαρμαρωπός
Headword (normalized/stripped):
μαρμαρωπος
IDX:
20304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20325
Key:
marmarwpo/s
Data
{'content': 'μαρμαρωπός\n μαρμᾰρ-ωπός, όν\n ὤψ\n with sparkling eyes, Eur.', 'key': 'marmarwpo/s'}