Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαργοσύνη
μαργότης
Μαρέη
μάρη
Μαριανδυνός
Μαριλάδης
μαρίλη
μαριλοπότης
μαρμαίρω
μαρμάρεος
μαρμάρινος
μαρμαρογλυφία
μαρμαρόεις
μάρμαρος
μαρμαρυγή
μαρμαρωπός
μάρναμαι
μάρπτω
μάρσιππος
Μάρτιος
μαρτυρέω
View word page
μαρμάρινος
μαρμάρινος μαρμάρῐνος (ᾰ), η, ον μάρμᾰρος of marble, Theocr.
ShortDef
of marble
Debugging
Headword:
μαρμάρινος
Headword (normalized):
μαρμάρινος
Headword (normalized/stripped):
μαρμαρινος
IDX:
20299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20320
Key:
marma/rinos
Data
{'content': 'μαρμάρινος\n μαρμάρῐνος (ᾰ), η, ον\n μάρμᾰρος\n of marble, Theocr.', 'key': 'marma/rinos'}