Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μᾶ
μάραγνα
μάραθον
Μαραθωνομάχης
Μαραθών
μαραίνω
μαράν
μαργαίνω
μαργαρίτης
μάργαρον
μαργάω
Μαργίτης
μαργόομαι
μάργος
μαργοσύνη
μαργότης
Μαρέη
μάρη
Μαριανδυνός
Μαριλάδης
μαρίλη
View word page
μαργάω
μαργάω μαργάω, μάργος raging, Aesch.; c. inf., μαργῶν ἱέναι madly eager to go, Eur. only used in part. μαργῶν

ShortDef

rage furiously

Debugging

Headword:
μαργάω
Headword (normalized):
μαργάω
Headword (normalized/stripped):
μαργαω
IDX:
20285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20306
Key:
marga/w

Data

{'content': 'μαργάω\n μαργάω,\n μάργος\n raging, Aesch.; c. inf., μαργῶν ἱέναι madly eager to go, Eur.\n only used in part. μαργῶν', 'key': 'marga/w'}