Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαντόσυνος
μαντῷος
μά
μᾶ
μάραγνα
μάραθον
Μαραθωνομάχης
Μαραθών
μαραίνω
μαράν
μαργαίνω
μαργαρίτης
μάργαρον
μαργάω
Μαργίτης
μαργόομαι
μάργος
μαργοσύνη
μαργότης
Μαρέη
μάρη
View word page
μαργαίνω
μαργαίνω μαργαίνω, only in pres. μάργος to rage furiously, Il.

ShortDef

to rage furiously

Debugging

Headword:
μαργαίνω
Headword (normalized):
μαργαίνω
Headword (normalized/stripped):
μαργαινω
IDX:
20282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20303
Key:
margai/nw

Data

{'content': 'μαργαίνω\n μαργαίνω,\n only in pres.\n μάργος\n to rage furiously, Il.', 'key': 'margai/nw'}