Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μαντῷος
μά
μᾶ
μάραγνα
μάραθον
Μαραθωνομάχης
Μαραθών
μαραίνω
μαράν
μαργαίνω
μαργαρίτης
μάργαρον
μαργάω
Μαργίτης
μαργόομαι
μάργος
μαργοσύνη
μαργότης
Μαρέη
View word page
μαράν
μαράν μαρὰν ἀθά, Syriac phrase, = ὁ Κύριος ἥκει, NTest.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μαράν
Headword (normalized):
μαράν
Headword (normalized/stripped):
μαραν
IDX:
20281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20302
Key:
mara/n
Data
{'content': 'μαράν\n μαρὰν ἀθά, Syriac phrase, = ὁ Κύριος ἥκει, NTest.', 'key': 'mara/n'}