Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μαντῷος
μά
μᾶ
μάραγνα
μάραθον
Μαραθωνομάχης
Μαραθών
μαραίνω
μαράν
μαργαίνω
μαργαρίτης
μάργαρον
μαργάω
Μαργίτης
μαργόομαι
View word page
μάραθον
μάραθον .μάρᾰθον (μᾰ), ου, τό, fennel, Lat. marathrum, Dem.
ShortDef
fennel
Debugging
Headword:
μάραθον
Headword (normalized):
μάραθον
Headword (normalized/stripped):
μαραθον
IDX:
20277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20298
Key:
ma/raqon
Data
{'content': 'μάραθον\n .μάρᾰθον (μᾰ), ου, τό,\n fennel, Lat. marathrum, Dem.', 'key': 'ma/raqon'}