Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαντευτέος
μαντευτός
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μαντῷος
μά
μᾶ
μάραγνα
μάραθον
Μαραθωνομάχης
Μαραθών
μαραίνω
μαράν
μαργαίνω
μαργαρίτης
μάργαρον
μαργάω
View word page
μᾶ
μᾶ shortd. Doric form for μάτηρ, μᾶ γᾶ for μῆτερ γῆ, Aesch.; μᾶ, πόθεν ἅνθρωπος; Theocr.

ShortDef

mother

Debugging

Headword:
μᾶ
Headword (normalized):
μᾶ
Headword (normalized/stripped):
μα
IDX:
20275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20296
Key:
ma=

Data

{'content': 'μᾶ\n shortd. Doric form for μάτηρ, μᾶ γᾶ for μῆτερ γῆ, Aesch.; μᾶ, πόθεν ἅνθρωπος; Theocr.', 'key': 'ma='}