Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέος
μαντευτός
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μαντῷος
μά
μᾶ
μάραγνα
μάραθον
Μαραθωνομάχης
Μαραθών
μαραίνω
μαράν
μαργαίνω
μαργαρίτης
View word page
μαντῷος
μαντῷος μαντῷος, η, ον = μαντεῖος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μαντῷος
Headword (normalized):
μαντῷος
Headword (normalized/stripped):
μαντωος
IDX:
20273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20294
Key:
mantw=|os
Data
{'content': 'μαντῷος\n μαντῷος, η, ον\n = μαντεῖος, Anth.', 'key': 'mantw=|os'}