Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέος
μαντευτός
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μαντῷος
μά
μᾶ
μάραγνα
μάραθον
Μαραθωνομάχης
Μαραθών
μαραίνω
μαράν
View word page
μαντοσύνη
μαντοσύνη μαντοσύνη, ἡ, μάντις the art of divination, Il., Pind.
ShortDef
the art of divination
Debugging
Headword:
μαντοσύνη
Headword (normalized):
μαντοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μαντοσυνη
IDX:
20271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20292
Key:
mantosu/nh
Data
{'content': 'μαντοσύνη\n μαντοσύνη, ἡ,\n μάντις\n the art of divination, Il., Pind.', 'key': 'mantosu/nh'}