Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μανότης
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέος
μαντευτός
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μαντῷος
μά
μᾶ
μάραγνα
μάραθον
Μαραθωνομάχης
Μαραθών
View word page
μαντιπόλος
μαντιπόλος μαντῐ-πόλος, ον πολέω frenzied, inspired, Eur.

ShortDef

frenzied, inspired

Debugging

Headword:
μαντιπόλος
Headword (normalized):
μαντιπόλος
Headword (normalized/stripped):
μαντιπολος
IDX:
20269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20290
Key:
mantipo/los

Data

{'content': 'μαντιπόλος\n μαντῐ-πόλος, ον\n πολέω\n frenzied, inspired, Eur.', 'key': 'mantipo/los'}