Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μανός
μανότης
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέος
μαντευτός
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μαντῷος
μά
μᾶ
μάραγνα
μάραθον
Μαραθωνομάχης
View word page
μαντιπολέω
μαντιπολέω μαντῐπολέω, fut. -ήσω to prophesy, Aesch. from μαντῐπόλος

ShortDef

to prophesy

Debugging

Headword:
μαντιπολέω
Headword (normalized):
μαντιπολέω
Headword (normalized/stripped):
μαντιπολεω
IDX:
20268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20289
Key:
mantipole/w

Data

{'content': 'μαντιπολέω\n μαντῐπολέω,\n fut. -ήσω\n to prophesy, Aesch.\n from μαντῐπόλος', 'key': 'mantipole/w'}