Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαννοφόρος
μανός
μανότης
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέος
μαντευτός
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μαντῷος
μά
μᾶ
μάραγνα
μάραθον
View word page
μαντικός
μαντικός μαντικός, ή, όν of or for a soothsayer or his art, prophetic, oracular, Trag. ἡ μαντικὴ τέχνη, μαντεία, the faculty of divination, prophecy, Soph.; so, ἡ μαντική alone, Hdt., Plat. of persons, like a prophet, oracular, Plat.:—adv. -κῶς, Ar.

ShortDef

prophetic, oracular

Debugging

Headword:
μαντικός
Headword (normalized):
μαντικός
Headword (normalized/stripped):
μαντικος
IDX:
20267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20288
Key:
mantiko/s

Data

{'content': 'μαντικός\n μαντικός, ή, όν\n of or for a soothsayer or his art, prophetic, oracular, Trag.\n ἡ μαντικὴ τέχνη, μαντεία, the faculty of divination, prophecy, Soph.; so, ἡ μαντική alone, Hdt., Plat.\n of persons, like a prophet, oracular, Plat.:—adv. -κῶς, Ar.', 'key': 'mantiko/s'}