μαντικός
μαντικός
μαντικός, ή, όν
of or for a soothsayer or his art, prophetic, oracular, Trag.
ἡ μαντικὴ τέχνη, μαντεία, the faculty of divination, prophecy, Soph.; so, ἡ μαντική alone, Hdt., Plat.
of persons, like a prophet, oracular, Plat.:—adv. -κῶς, Ar.