Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μάννα
μάννος
μαννοφόρος
μανός
μανότης
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέος
μαντευτός
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μαντῷος
μά
μᾶ
View word page
μαντευτέος
μαντευτέος μαντευτέος, ον verb. adj. one must divine, Eur.

ShortDef

one must divine

Debugging

Headword:
μαντευτέος
Headword (normalized):
μαντευτέος
Headword (normalized/stripped):
μαντευτεος
IDX:
20265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20286
Key:
manteute/os

Data

{'content': 'μαντευτέος\n μαντευτέος, ον\n verb. adj.\n one must divine, Eur.', 'key': 'manteute/os'}