Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μανικός
μανιώδης
μάννα
μάννος
μαννοφόρος
μανός
μανότης
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέος
μαντευτός
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μαντῷος
View word page
μάντευμα
μάντευμα μάντευμα, ατος, τό, an oracle, Pind., Trag.
ShortDef
an oracle
Debugging
Headword:
μάντευμα
Headword (normalized):
μάντευμα
Headword (normalized/stripped):
μαντευμα
IDX:
20263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20284
Key:
ma/nteuma
Data
{'content': 'μάντευμα\n μάντευμα, ατος, τό,\n an oracle, Pind., Trag.', 'key': 'ma/nteuma'}