Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μανιάκης
μανία
μανιάς
μανικός
μανιώδης
μάννα
μάννος
μαννοφόρος
μανός
μανότης
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέος
μαντευτός
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
View word page
μαντεία
μαντεία μαντεία, Ionic -ηίη, ἡ, μαντεύομαι prophesying, prophetic power, Hhymn.: mode of divination, Hdt.; αἴνιγμα μαντείας ἔδει the riddle stood in need of divination, Soph. = μαντεῖον II, Tyrtae., Soph.

ShortDef

prophesying, prophetic power

Debugging

Headword:
μαντεία
Headword (normalized):
μαντεία
Headword (normalized/stripped):
μαντεια
IDX:
20260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20281
Key:
mantei/a

Data

{'content': 'μαντεία\n μαντεία, Ionic -ηίη, ἡ,\n μαντεύομαι\n prophesying, prophetic power, Hhymn.: mode of divination, Hdt.; αἴνιγμα μαντείας ἔδει the riddle stood in need of divination, Soph.\n = μαντεῖον II, Tyrtae., Soph.', 'key': 'mantei/a'}